-
1 διάκριση
[диакриси] ουσ. в. различение, распознание, тактичность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάκριση
-
2 дискриминация
дискриминация ж η διακρίση расовая \дискриминация η φυλετική διάκριση* * *жη διάκρισηра́совая дискримина́ция —η φυλετική διάκριση
-
3 отличие
отличие с 1) η διάκριση 2) (различие) η διαφορά· в \отличие от... σε διάκριση από..., αντίθετα από... ◇ знаки \отличиея τα διακριτικά σήματα* * *с1) η διάκριση2) ( различие) η διαφοράв отли́чие от… — σε διάκριση από..., αντίθετα από…
••зна́ки отли́чия — τα διακριτικά σήματα
-
4 различие
разли́ч||иес ἡ διαφορά, ἡ διάκριση [-ις]:\различие во взглядах ἡ διαφορά ἀπόψεων классовые \различиеия ἡ ταξική διαφορά· видовое \различие биол. ἡ διαφορά τῶν είδών без \различиеия χωρίς διάκριση· делать \различие между кем-л. κάνω διάκριση ἀνάμεσα σέ κάποιους· ◊ знаки \различиеия воен. τά διακριτικά. -
5 различие
-
6 дискриминация
дискриминацияж ἡ διάκριση [-ις]:расовая \дискриминация ἡ φυλετική διάκριση. -
7 дискриминация
-и θ.διάκριση•расовая -φυλετική διάκριση.
-
8 дискриминировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ. κάνω διάκριση (σε δικαιώματα, φυλές).υφίσταμαι διάκριση. -
9 неразборчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. δυσανάγνωστος, δυσκολοδιάβαστος•неразборчивый почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.
|| ακατάληπτος, δυσκολονόητος, ακατανόητος•-ая речь δυσκολονόητη ομιλία.
2. μη εκλεκτικός, μη απαιτητικός, που δε διαλέγει•он неразборчивый в ед αυτός δε διαλέγει φαγητά (δεν είναι ψιλοστό-μαχος).
|| που δεν κάνει διάκριση•он -чив в средствах αυτός δεν κάνει διάκριση στα μέσα ή αυτός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.
-
10 отличие
-я ουδ.1. διαφορά•внешние -я ε ξωτερικές διαφορές•
существенные и несущественные -я ουσιώδεις και επουσιώδεις διαφορές.
2. διάκριση•за боевое отличие για διακεκριμένη πράξη στη μάχη•
за отличие по службе για διαπρεπή υπηρεσία.
3. αριστείο, βραβείο παράσημο.εκφρ.в отличие от – αντίθετα απο, σε διάκρίση από•с -ем – άριστα, με άριστα•окончить школу с -ем – τελειώνω το σχολείο με άριστα. -
11 различие
-я ουδ.διαφορά• άνομοιότητα•-я между ними очень существенные ανάμεσα τους υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές.
|| διάκριση ξε-χωρισμός•без -я χωρίς διάκριση, αδιάκριτα.
-
12 дискриминация
η διάκρισηрасовая - φυλετική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дискриминация
-
13 отличие
1. (разница, различие) η διαφορά 2. (знак) η διάκριση (το σήμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отличие
-
14 разграничение
η οριοθέτηση, ο διαχωρισμός, η διάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разграничение
-
15 различение
η διάκριση, το ξεχώρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различение
-
16 различие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различие
-
17 усмотрение
η κρίση, η διάκριση, η βούλησηпо - ю κατά την -, στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усмотрение
-
18 цветоразличение
η διάκριση/ο προσδιορισμός των χρωμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветоразличение
-
19 валить
валить Iнесов1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):\валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:\валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.вали||ть IIнесов разг1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;2. (густой массой):снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό. -
20 дифференциация
дифференциацияж ἡ διαφοροποί-ηση [-ις], ἡ διάκριση [-ις], ἡ διαστολή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… … Dictionary of Greek
διάκριση εξουσιών — Νομική έννοια που υποδηλώνει τη διαίρεση των εξουσιών του κράτους σε τρεις μορφές: τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική ή εκτελεστική. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη για τη διάκριση σε δύο μορφές, τη νομοθετική και την εκτελεστική… … Dictionary of Greek
διάκριση — η 1. η υπεροχή, το ξεχώρισμα: Του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες. 2. διαχωρισμός, μεροληπτική στάση: Δεν πιστεύω στις φυλετικές διακρίσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek